- σύσχεσις
- σύσχεσις, εως, ἡ,A detention, imprisonment, Vett.Val.292.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύσχεσις — έσεως, ἡ, Α [συνέχω] φυλάκιση, κράτηση … Dictionary of Greek
σύσχεσιν — σύσχεσις detention fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχετήριον — τὸ, Α μέρος όπου κρατείται κανείς κλεισμένος, κλουβί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνέχω «κλείνω, περιορίζω, φυλακίζω» (πρβλ. σύσχεσις) + επίθημα τήριον (πρβλ. δικασ τήριον)] … Dictionary of Greek